- επιδικάσιμος
- ἐπιδικάσιμος, -ον (Α) [επιδίκαση]1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τόν απαιτήσει δικαστικά με την αιτιολογία ότι τού ανήκει («κατατιθέναι εἰς μέσον ἐπιδικάσιμον τοῑς βουλομένοις», Ιώσ.)2. περιζήτητος («οὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῑς φοβερός», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.