επιδικάσιμος

επιδικάσιμος
ἐπιδικάσιμος, -ον (Α) [επιδίκαση]
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τόν απαιτήσει δικαστικά με την αιτιολογία ότι τού ανήκει («κατατιθέναι εἰς μέσον ἐπιδικάσιμον τοῑς βουλομένοις», Ιώσ.)
2. περιζήτητος («οὔτε φίλοις ἐπιδικάσιμος οὔτε ἐχθροῑς φοβερός», Λουκιαν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδικάσιμος — to be claimed as one s right masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδικάσιμον — ἐπιδικάσιμος to be claimed as one s right masc/fem acc sg ἐπιδικάσιμος to be claimed as one s right neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”